- ζιγγώ
- ζιγγώ, -όω (Α)πίνω, ρουφώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζίγγος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζίγγος — ζίγγος, ό (Α) (κατά τον Ησύχ.) βοή μελισσών ή άλλων εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο η λ. ζίγγος όσο και το μετονοματικό ρ. ζιγγώ «πίνω» είναι ονοματοποιητικά] … Dictionary of Greek